κίβδηλα

κίβδηλα
κίβδηλος
adulterated
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αργυρογνώμων — ἀργυρογνώμων ( ονος) ο, η (Α) αυτός που δοκιμάζει τον άργυρο και μπορεί να διακρίνει τα γνήσια νομίσματα από τα κίβδηλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + γνώμων < γιγνώσκω «γνωρίζω, διακρίνω»] …   Dictionary of Greek

  • δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… …   Dictionary of Greek

  • κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • καλπουζάνος — ο, θηλ. καλπουζάνα 1. αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, κιβδηλοποιός, πλαστογράφος, παραχαράκτης 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος δόλιος, απατεώνας, ασυνείδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazan] …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, παραχαράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίβδηλος + ποιός (< ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • παρακόπτω — Α 1. κόβω κίβδηλα νομίσματα μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία τους, παραχαράσσω 2. απατώ, εξαπατώ κάποιον 3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω 4. κόβω κάτι σε τεμάχια, τεμαχίζω 5. διασχίζω, περνώ 6. μτφ. α) καθιστώ κάποιον τρελό, παράφρονα β) αλλοιώνω, ψευτίζω… …   Dictionary of Greek

  • παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

  • κίβδηλος — η, ο 1. νοθευμένος, κάλπικος, πλαστός: Έχει κίβδηλα χαρτονομίσματα. 2. δόλιος, ανειλικρινής: Πρόκειται για κίβδηλο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραχαράζω — παραχάραξα, παραχαράχτηκα, παραχαραγμένος 1. κατασκευάζω κίβδηλα, ψεύτικα νομίσματα, ένσημα, γραμματόσημα, τίτλους: Πρόσφατα κυκλοφόρησαν παραχαραγμένα χαρτονομίσματα. 2. μτφ., παραποιώ, αλλοιώνω, αλλάζω, διαστρέφω: Σκόπιμα παραχαράξανε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”